Διώνης

Διώνης
Διώνη
Dione
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… …   Dictionary of Greek

  • EBRIETAS — filia Veneris, apud Mythologos, uti verbis Praxillae Poetriae Sicyoniae docet Hesych. in voce Βάκχου Διώνης. Cuius ex aere simulacrum Praxitellis memorat Plin. l. 34. c. 8. Coronam eius fuse exsequitur Car. Paschal. Coron. l. 2. c. 6. et diximus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VENUS — I. VENUS ab antiquis amorum, gratiarum, pulchritudinis, deliciarum, voluptatumque omnium habita est Dea: ita dicta a veniendo, quod ad omnes res veniat, ut auctore est Cicer. l. 3. de Nat. Deor. c. 24. Hanc Poetae, ex spumâ maris et Caeli… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξεργάζομαι — (AM ἐξεργάζομαι) [εργάζομαι] κατεργάζομαι, δουλεύω καλά αρχ. 1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ ἐξεργάζεται;», Ευρ.) 2. (για αγρό) καλλιεργώ 3. (για φυτά) περιποιούμαι 4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι 5. απόλ. πραγματεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • πάνδημος — Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη… …   Dictionary of Greek

  • Αθαμάνες — Αρχαία ηπειρωτική φυλή, που κατοικούσε στην κοιλάδα του Ινάχου και στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, μεταξύ Θεσσαλίας, Αιτωλίας και Ηπείρου, η οποία ονομάστηκε γι’ αυτό Αθαμανία (σήμερα περιοχή Τζουμέρκων, που αποκαλούνται Αθαμανικά όρη). Οι Α.… …   Dictionary of Greek

  • Πέλοψ (-πας) — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, επώνυμος ήρωας της Πελοποννήσου. Γιος του Ταντάλου και της Κλυτίας ή Διώνης, υπήρξε ο γενάρχης των Πελοπιδών. Ενώ ήταν ακόμα παιδί, κατακρεουργήθηκε από τον πατέρα του, ο οποίος παράθεσε τα μέλη του σε συμπόσιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”